- παπαλήθρα
- ἡ, Μ1. θύσανος τριχών σε σχήμα στεφανιού που μένουν στην κορυφή τού κεφαλιού μετά την κουρά τών ιερωμένων2. το κουρεμένο μέρος τού κεφαλιού τών φραγκοπαπάδων.[ΕΤΥΜΟΛ. πιθ. < λατ. papalis «παπικός» + κατάλ. -ήθρα (πρβλ. γαλλ. papal-e)].
Dictionary of Greek. 2013.